Δεν αρκούν οι καλές προθέσεις – Χριστίνα Σαρρή

Ιούλ 30, 2022 | Αποσπάσματα

Ξεκινάω απ’ το σπίτι μου να πάω για μανικιούρ. Έχω μια συνέντευξη την επόμενη μέρα και αρχίζω να ετοιμάζομαι από σήμερα, όσο μπορώ. Έχω βγει μόνο με το μπαστούνι, γιατί το μαγαζί που πηγαίνω είναι πολύ κοντά στο σπίτι μου και δε χρειάζεται να έχω μαζί μου τη Luna για μια τέτοια, μικρή απόσταση.
Σε λιγότερο από ένα λεπτό, βρίσκομαι ήδη στο μικρό δρομάκι που πρέπει να διασχίσω, προτού φτάσω στο μαγαζί. Περιμένω μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι να είμαι σίγουρη πως είμαι ασφαλής και μπορώ να περάσω απέναντι κι έπειτα κατεβαίνω το πεζοδρόμιο. Το συγκεκριμένο δρομάκι είναι μονόδρομος και ζήτημα να θέλει δέκα βήματα για να το διασχίσεις ολόκληρο, από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο. Κι όμως, στα πρώτα μου τρία, τέσσερα βήματα, αισθάνομαι ένα χέρι να με πιάνει από το μπράτσο στα αριστερά μου και να με τραβάει.
– Από ‘δώ, από ‘δώ., ακούω μια αντρική φωνή να μου λέει, ωθώντας με ελαφρώς προς τα δεξιά. Όπως σύντομα καταλαβαίνω, ακριβώς μπροστά μου υπάρχει παρκαρισμένο αυτοκίνητο, οπότε, πράγματι, για να φτάσω στο πεζοδρόμιο θα έπρεπε να κάνω λίγο δεξιά. Αυτό, όμως, θα μπορούσα να το κάνω και μόνη μου, με το λευκό μου μπαστούνι. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο το έχω, για να εντοπίζω τα εμπόδια και να τα προσπερνώ.
– Σας ευχαριστώ, αλλά δε χρειάζομαι βοήθεια και καλό είναι να μην αγγίζουμε κόσμο, χωρίς πρώτα να ρωτήσουμε., του λέω ευγενικά και χαμογελάω ελαφρώς, γιατί κατανοώ πως δεν έχει κακή πρόθεση.
– Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι…, μουρμουρίζει καθησυχαστικά, άρα ούτε που ακούει τι του λέω.
– Ε, πώς «όχι, όχι, όχι»; Αφού με κρατάτε ακόμα., διαμαρτύρομαι και συνειδητά σοβαρεύω την έκφραση του προσώπου μου.
– Όχι, όχι, όχι, μην ανησυχείτε., μου απαντάει ξανά χαμογελαστός. Θεέ μου, εξακολουθεί να μη με ακούει.
– Κύριέ μου, με ακούτε καθόλου; Τι «όχι, όχι»; Σας λέω πως δεν επιτρέπεται να αγγίζουμε ανθρώπους χωρίς την άδειά τους, μου λέτε «όχι, όχι» και με κρατάτε ακόμα!, επιμένω, πιο δυνατά, κοιτάζοντάς τον αυτήν τη φορά.
– Α, όχι, όχι, εντάξει. «Άντε πάλι όχι και όχι», σκέφτομαι. Πού θες να πας;, με ρωτάει, στον ενικό, φυσικά. Τουλάχιστον επιτέλους παίρνει από πάνω μου το χέρι του.
– Σας είπα πως δε θέλω βοήθεια, σας ευχαριστώ πάντως., επαναλαμβάνω και ταυτόχρονα ακούω τη φωνή της μανικιουρίστ που βρίσκεται έξω από το μαγαζί της, μερικά μέτρα πιο πέρα, να με καλησπερίζει. Αποχαιρετώ βιαστικά τον άντρα και μπαίνω στο μαγαζί ενοχλημένη και σκεπτόμενη πως, αν κάποιος έτσι γουστάρει, αποκτά πανεύκολα και με το έτσι θέλω εξουσία πάνω στο ίδιο μου το σώμα.
Μου έρχεται να γράψω πως, όχι, δεν έγινε κάτι τραγικό, ούτε κάτι ασυγχώρητο, όχι, ούτε κάτι κακοπροαίρετο ή κάτι που δε διορθώνεται. Αλλά γιατί πρέπει να μπω στη διαδικασία να δικαιολογηθώ για το πώς αισθάνομαι; Γιατί πρέπει να μειώσω μέσα μου, αλλά και απέναντι στις/ους γύρω μου, αναγνώστ(ρι)ες και μη, το συναίσθημα της ενόχλησης και της αγανάκτησης που κάποιος άλλος μπορεί έτσι απλά να με αγγίζει, να με μετακινεί, να μου αλλάζει πορεία, να με ρωτάει πού πηγαίνω και να μου υποδεικνύει με ποιον τρόπο θα το κάνω; Για ποιο λόγο πρέπει να εξηγήσω γιατί με ενοχλεί να μου συμπεριφέρονται υποτιμητικά, στην πραγματικότητα, λες κι είμαι άβουλο ον,; Μια μαριονέτα, που μπορείς να την κουνήσεις όπως θέλεις εσύ και δεν της χρωστάς να ζητήσεις τη γνώμη της ή την άδειά της!
Όχι, το ότι δεν το σκέφτηκε δε με ικανοποιεί ως δικαιολογία. Να φανταστώ, δηλαδή, πως και στους υπόλοιπους ανθρώπους στο δρόμο συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο, αγγίζοντάς τους, μετακινώντας τους και ρωτώντας τους πού θέλουν να πάνε; Ή μήπως εκεί το σκέφτεται και μόνο απέναντι σε μένα δεν το σκέφτηκε.
Όχι, ούτε ότι προσπάθησε να με προστατεύσει από το παρκαρισμένο ή από κάποιο άλλο, διερχόμενο αυτοκίνητο δέχομαι. Η προστασία μου από σταθερά εμπόδια είναι το μπαστούνι μου. Αν τα εμπόδια είναι χαμηλά και ανιχνεύονται με το λευκό μπαστούνι, είμαι καλυμμένη. Και διερχόμενο αυτοκίνητο δεν υπήρχε, γιατί θα το άκουγα κι ο δρόμος εκείνη τη στιγμή ήταν ήσυχος.
Έστω ότι όλα αυτά δεν τα γνώριζε, το οποίο είναι και το μόνο που βρίσκω λογικό ως αιτιολογία. Το να με αγνοεί και να μη δίνει καν σημασία σε όσα του λέω και να χρειάζεται να του τα πω δύο και τρεις φορές, πώς δικαιολογείται; Αν έπρεπε οπωσδήποτε να με προστατεύσει από κάτι επικίνδυνο που δεν έβλεπα κι αν ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, φυσικά και θα με άγγιζε για να με απομακρύνει από τον κίνδυνο. Προφανώς, σε τέτοιες στιγμές δεν προλαβαίνεις να πιάσεις κουβέντα και να ρωτάς διάφορα. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση, που δεν ήταν τέτοια, η προσοχή σου είναι στραμμένη εκεί, δεν έχεις το μυαλό σου στο υπερπέραν, αφήνοντας το άτομο που «κινδυνεύει» να σου μιλάει κι εσύ να μην παίρνεις καν είδηση τι σου λέει! Ή, τουλάχιστον, ζητάς και καμιά συγγνώμη εκ των υστέρων για τον άγαρμπο τρόπο σου.
Και, τέλος, όχι, ούτε το ότι δεν είχε κακή πρόθεση με ικανοποιεί ως δικαιολογία. Οι καλές προθέσεις μας δεν είναι άλλοθι για όσα κάνουμε. Ούτε κι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα! Υπάρχει, άλλωστε, κι ένα γνωμικό που λέει πως ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις. Δε με ενδιαφέρει η πρόθεση κανενός. Με ενδιαφέρουν οι πράξεις τους και τα αποτελέσματα που έχουν επάνω μου.
Κι επειδή ξέρω πως το έχω τραβήξει πολύ, ας συμφωνήσουμε πως δεν υπάρχει δικαιολογία για μια τέτοια συμπεριφορά. Ίσως όλο αυτό μοιάζει με ένα ατελείωτο παραλήρημα γκρίνιας, όμως, απ’ τη μεριά μου, δεν πρόκειται παρά για μια ακόμη κραυγή αγανάκτησης και μια προσπάθεια να εξηγήσω, όσο πιο απλά μπορώ, για ποιο λόγο συμπεριφορές που θεωρούμε φυσιολογικές και δικαιολογημένες, δεν είναι καθόλου τέτοιες. Το ότι δεν εκφράζουμε ευθέως τη δυσανασχέτησή μας δε θα έπρεπε  να τις κανονικοποιεί και να τις επιτρέπει. Οπότε, λοιπόν, όχι, όχι, όχι, όχι! Δεν πρόκειται για τίποτα λιγότερο από άσκηση εξουσίας στα σώματά μας, επιβολή της βούλησης του άλλου και παραβίαση της ζώνης οικειότητας και άνεσής μας και των προσωπικών μας ορίων!

* Κι αν θέλεις οπωσδήποτε να προσφέρεις τη βοήθειά σου, υπάρχει η μαγική, η μόνη σωστή και μη παρεξηγήσιμη ερώτηση που πάντα μπορείς να κάνεις: «Θα θέλατε κάποια βοήθεια;»! Αν το άτομο που  θέλεις να βοηθήσεις δεχτεί, ρώτησέ το τι βοήθεια θέλει κι άφησέ το να σου υποδείξει εκείνο τι και αν έχει ανάγκη από σένα. Τότε και μόνο τότε βοηθάς πραγματικά. Σε αντίθετη περίπτωση, έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να το λέω κι έχουν λιώσει τα χέρια μου να το γράφω, ενοχλείς, προσβάλεις, υποτιμάς, παραβιάζεις, εκνευρίζεις, ακόμη και φοβίζεις το άτομο που νομίζεις πως βοηθάς, γιατί με το ζόρι δεν είναι βοήθεια, είναι όλα τα παραπάνω, τόσα κι άλλα τόσα!

Χριστίνα Σαρρή

Από το ακυκλοφόρητο βιβλίο «Το ημερολόγιο μιας τυφλής γυναίκας, ιστορίες καθημερινού σεξισμού και μισαναπηρισμού στην Ελλάδα» που ακόμη γράφεται.